σκευώρημα: Difference between revisions
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σκαιώρημα]], -ατος, τὸ, ΜΑ [[σκευωροῡμαι]]<br />[[πράξη]] δολερή και απατηλή, [[σκευωρία]]. | |mltxt=και [[σκαιώρημα]], -ατος, τὸ, ΜΑ [[σκευωροῡμαι]]<br />[[πράξη]] δολερή και απατηλή, [[σκευωρία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκευώρημα:''' -ατος, τό, [[τέχνασμα]], [[απάτη]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A fabrication, fraud, D.36.33, 41.24.
German (Pape)
[Seite 894] τό, schlaue, listige, tückische Handlung; ἀλλ' εἶναι τοῦτο πλάσμα καὶ σκευώρημα εὑρήσετε, Dem. 36, 33, vgl. 41, 24.
Greek (Liddell-Scott)
σκευώρημα: τό, ἐπινόημα, τέχνασμα, ἀπάτη, Δημ. 955. 3., 1035. 14. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πλάσμα, κακουργία, κατασκευή, τὸ γινόμενον κατασκεύασμα εἰς βλάβην».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.
Greek Monolingual
και σκαιώρημα, -ατος, τὸ, ΜΑ σκευωροῡμαι
πράξη δολερή και απατηλή, σκευωρία.
Greek Monotonic
σκευώρημα: -ατος, τό, τέχνασμα, απάτη, δόλος, μηχανορραφία, σε Δημ.