σκοπή: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[τόπος]] [[υψηλός]] από όπου παρατηρεί [[κανείς]] τη [[γύρω]] [[περιοχή]], [[σκοπιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ύφαλος με αμφισβητούμενη [[θέση]] ή και ύπαρξη [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] που γίνεται με ιδιαίτερη [[προσοχή]], [[κατόπτευση]] («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρητήριο]] του ουράνιου θόλου, [[αστεροσκοπείο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ποιοῡμαι τὴν σκοπήν» — [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] <b>(Λούκιαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρέφω]]: [[τροφή]])].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[τόπος]] [[υψηλός]] από όπου παρατηρεί [[κανείς]] τη [[γύρω]] [[περιοχή]], [[σκοπιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> ύφαλος με αμφισβητούμενη [[θέση]] ή και ύπαρξη [[ακόμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]] που γίνεται με ιδιαίτερη [[προσοχή]], [[κατόπτευση]] («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρατηρητήριο]] του ουράνιου θόλου, [[αστεροσκοπείο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ποιοῡμαι τὴν σκοπήν» — [[παρατηρώ]] [[ολόγυρα]] <b>(Λούκιαν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σκοπ</i>- του [[σκέπτομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> [[τρέφω]]: [[τροφή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκοπή:''' ἡ, = <i>σκοπιὰ</i> I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπή Medium diacritics: σκοπή Low diacritics: σκοπή Capitals: ΣΚΟΠΗ
Transliteration A: skopḗ Transliteration B: skopē Transliteration C: skopi Beta Code: skoph/

English (LSJ)

ἡ,

   A = σκοπιά, lookout-place, watchtower, A.Supp.713: pl., Id.Ag.289,309, X.Cyr.3.2.11, etc.; observatory, Str.2.5.14, 17.1.30; = θυννοσκοπεῖον, σ. δαμοσία SIG1000.10 (Cos, ii B.C.).    II look-out, watch, πατρὸς σκοπαί A.Supp.786 (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων D.S.3.26, cf. Luc. Hist.Conscr.29.

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπή: ἡ, = σκοπιά, τόπος ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, πύργος χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. προσοχή, παρατήρησις μετὰ προσοχῆς, φύλαξις, πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lieu d’où l’on observe, observatoire;
2 action d’observer.
Étymologie: R. Σκεπ, observer ; v. σκέπτομαι.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
τόπος υψηλός από όπου παρατηρεί κανείς τη γύρω περιοχή, σκοπιά
νεοελλ.
ναυτ. ύφαλος με αμφισβητούμενη θέση ή και ύπαρξη ακόμη
αρχ.
1. παρατήρηση που γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, κατόπτευση («πατρὸς σκοπαὶ δὲ μ' εἶλον», Αισχύλ.)
2. παρατηρητήριο του ουράνιου θόλου, αστεροσκοπείο
3. φρ. «ποιοῡμαι τὴν σκοπήν» — παρατηρώ ολόγυρα (Λούκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σκοπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -ή (πρβλ. τρέφω: τροφή)].

Greek Monotonic

σκοπή: ἡ, = σκοπιὰ I, στον πληθ., σε Αισχύλ., Ξεν.