σμίλαξ: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(38) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η / σμῑλαξ, -ίλακος, ΝΑ<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων [[φυτών]], [[συνήθως]] αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]] της τάξης [[λιλιώδη]], περιλαμβάνει 300 [[περίπου]] είδη και [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[αρκουδόβατος]], ξυλόβατος κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[δρυς]] η αρία<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[μίλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σμῑλαξ ἡ [[κηπαία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[φασίολος]] ο [[κοινός]]<br />β) «σμῑλαξ ἡ [[λεία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] περιαλλόκαυλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>δόν</i>-<i>αξ</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η / σμῑλαξ, -ίλακος, ΝΑ<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων [[φυτών]], [[συνήθως]] αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[λιλιίδες]] της τάξης [[λιλιώδη]], περιλαμβάνει 300 [[περίπου]] είδη και [[είναι]] γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[αρκουδόβατος]], ξυλόβατος κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[δρυς]] η αρία<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[μίλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «σμῑλαξ ἡ [[κηπαία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[φασίολος]] ο [[κοινός]]<br />β) «σμῑλαξ ἡ [[λεία]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] περιαλλόκαυλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>δόν</i>-<i>αξ</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Μ<br />η [[σμίλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σμίλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλούτ</i>-<i>αξ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η / σμῑλαξ, -ίλακος, ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών ποωδών ή αποξυλωμένων φυτών, συνήθως αναρριχητικών, το οποίο σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες της τάξης λιλιώδη, περιλαμβάνει 300 περίπου είδη και είναι γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αρκουδόβατος, ξυλόβατος κ.ά.
αρχ.
1. το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό δρυς η αρία
2. το φυτό μίλος
3. φρ. α) «σμῑλαξ ἡ κηπαία» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό φασίολος ο κοινός
β) «σμῑλαξ ἡ λεία» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό περιαλλόκαυλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία εμφανίζει επίθημα -αξ, -ακος, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. δόν-αξ)].
(II)
ὁ, Μ
η σμίλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη + επίθημα -αξ (πρβλ. πλούτ-αξ)].