σκυτοτομία: Difference between revisions
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[σκυτοτόμος]]<br />η [[τέχνη]] του σκυτοτόμου, [[υποδηματοποιία]] («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=ἡ, Α [[σκυτοτόμος]]<br />η [[τέχνη]] του σκυτοτόμου, [[υποδηματοποιία]] («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκῡτοτομία:''' ἡ, [[κατασκευή]] [[υποδημάτων]], δερματίνων ειδών, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A shoemaking, Id.R.397e.
German (Pape)
[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.
Greek Monolingual
ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).
Greek Monotonic
σκῡτοτομία: ἡ, κατασκευή υποδημάτων, δερματίνων ειδών, σε Πλάτ.