σοβαροβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου τα βλέφαρα [[είναι]] υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, [[πομπώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοβαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός του οποίου τα βλέφαρα [[είναι]] υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, [[πομπώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σοβαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βλέφαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλέφαρον]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλι</i>-<i>βλέφαρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''σοβᾰροβλέφᾰρος:''' высоко поднимающий брови, т. е. заносчивый, важничающий, надменный Anth.
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοβᾰροβλέφᾰρος Medium diacritics: σοβαροβλέφαρος Low diacritics: σοβαροβλέφαρος Capitals: ΣΟΒΑΡΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: sobaroblépharos Transliteration B: sobaroblepharos Transliteration C: sovarovlefaros Beta Code: sobaroble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 912] mit hoffährtig in die Höhe oder zusammen gezogenen Augenlidern, mit stolzen, vornehmen Mienen oder Gebehrden, Paul. Sil. 16 (V, 217).

Greek (Liddell-Scott)

σοβᾰροβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. ὑπερήφανος, γαῦρος, πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος].

Russian (Dvoretsky)

σοβᾰροβλέφᾰρος: высоко поднимающий брови, т. е. заносчивый, важничающий, надменный Anth.