σπυράς: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[σφυράς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] από [[κοπριά]] αιγοπροβάτων<br /><b>2.</b> [[χάπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[σπύραθος]].
|mltxt=και αττ. τ. [[σφυράς]], -[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κομμάτι]] από [[κοπριά]] αιγοπροβάτων<br /><b>2.</b> [[χάπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[σπύραθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπῠράς:''' Αττ. [[σφυράς]], <i>-[[άδος]]</i>, <i>ἡ</i>, [[σβώλος]] κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., [[κοπριά]], [[καβαλίνα]] προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῠράς Medium diacritics: σπυράς Low diacritics: σπυράς Capitals: ΣΠΥΡΑΣ
Transliteration A: spyrás Transliteration B: spyras Transliteration C: spyras Beta Code: spura/s

English (LSJ)

Att. σφῠράς, άδος, ἡ,

   A ball of dung, such as that of sheep or goats: hence in pl., σφυράδων ἀποκνίσματα scraps of sheep's or goats' dung, Ar.Pax790, cf. Sch., Hsch.s.v. σφυράδες.    2 Medic., pill, τρεῖς σπυράδας Hp.Mul.2.147.—Cf. σπύραθος.

German (Pape)

[Seite 926] άδος, ἡ, = σπύραθος, Hippocr., vgl. σφυράς.

Greek (Liddell-Scott)

σπῠράς: Ἀττ. σφυράς, -άδος, ἡ, σφαιρίδιον κόπρου, ὡς εἶναικόπρος τῶν προβάτων καὶ αἰγῶν, «κακαράντζα», ὅθεν ἐν τῷ πληθ., σφυράδων ἀποκνίσματα, ἀποξύσματα ἐκ κόπρου προβάτων ἢ αἰγῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, ἔνθα ἴδε Σχόλ. καὶ πρβλ. Ἡσύχ.˙ μεταφορ., καταπότιον ίατρικόν, τρεῖς σπυράδας Ἱππ. 657. 24. - Πρβλ. σπύραθος.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
crotte de chèvre ou de brebis.
Étymologie: DELG σπαίρω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. σφυράς, -άδος, ἡ, Α
1. κομμάτι από κοπριά αιγοπροβάτων
2. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σπύραθος.

Greek Monotonic

σπῠράς: Αττ. σφυράς, -άδος, , σβώλος κοπριάς, όπως αυτής των προβάτων και των κατσικιών· πληθ., κοπριά, καβαλίνα προβάτου ή κατσίκας, σε Αριστοφ.