στηθοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(38)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[στρογγυλός]] σαν το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[στρογγυλός]] σαν το [[στήθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>είδης</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=στηθοειδής -ές [στῆθος, εἶδος] borstvormig.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηθοειδής Medium diacritics: στηθοειδής Low diacritics: στηθοειδής Capitals: ΣΤΗΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stēthoeidḗs Transliteration B: stēthoeidēs Transliteration C: stithoeidis Beta Code: sthqoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.

German (Pape)

[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηθοειδής -ές [στῆθος, εἶδος] borstvormig.