στοίχος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(38) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / στοῑχος, ΝΑ<br /><b>1.</b> ευθύγραμμη [[διάταξη]] ή [[παράταξη]], [[σειρά]], [[αράδα]], [[γραμμή]] (α. «παρατάχθηκαν σε [[τρεις]] στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ὁ [[πρῶτος]] στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(δομ.)</b> καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιονοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] πασσάλων με βρόχους για τη [[σύλληψη]] θηράματος<br /><b>3.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («ἔπη ἀλλότρια | |mltxt=ο / στοῑχος, ΝΑ<br /><b>1.</b> ευθύγραμμη [[διάταξη]] ή [[παράταξη]], [[σειρά]], [[αράδα]], [[γραμμή]] (α. «παρατάχθηκαν σε [[τρεις]] στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», <b>Θουκ.</b><br />γ. «ὁ [[πρῶτος]] στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(δομ.)</b> καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κιονοστοιχία]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] πασσάλων με βρόχους για τη [[σύλληψη]] θηράματος<br /><b>3.</b> [[ποιητικός]] [[στίχος]] («ἔπη ἀλλότρια τοῦ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)<br /><b>4.</b> αριθμητική [[σειρά]]<br /><b>5.</b> χρονολογική [[σειρά]] («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>6.</b> [[χρονικό]] [[διάστημα]] («τοῡ ἀλέκτορος τοῡδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)<br /><b>7.</b> ορισμένη χρονική [[περίοδος]] («τοῡ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῑχον» — [[στοιχηδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>στοιχ</i>- του [[στείχω]] και συνδέεται με τα αλβ. <i>shtek</i>, <i>shtegu</i> «[[πέρασμα]], [[δρόμος]]», γοτθ. <i>staiga</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>steiga</i> «[[μονοπάτι]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[στείχω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 25 March 2021
Greek Monolingual
ο / στοῑχος, ΝΑ
1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ.
γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.)
2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες ή πλίνθους τοιχοδομής
αρχ.
1. κιονοστοιχία
2. σειρά πασσάλων με βρόχους για τη σύλληψη θηράματος
3. ποιητικός στίχος («ἔπη ἀλλότρια τοῦ στοίχου τῆς ποιήσεως», Αφρικαν.)
4. αριθμητική σειρά
5. χρονολογική σειρά («οὐ κατὰ στοῑχον τῆς ἱδρύσεως ἀριθμουμένους τοὺς βωμούς», Παυσ.)
6. χρονικό διάστημα («τοῡ ἀλέκτορος τοῡδ' ὅντιν' οἰκίῃ στοίχων κήρυκα θύω», Ηρώνδ.)
7. ορισμένη χρονική περίοδος («τοῡ στοίχου καταλαβόντος τὴν ἡμετέραν βουλήν», πάπ.)
8. φρ. «ἐπὶ στοίχου» ή «κατὰ στοῑχον» — στοιχηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιχ- του στείχω και συνδέεται με τα αλβ. shtek, shtegu «πέρασμα, δρόμος», γοτθ. staiga και αρχ. άνω γερμ. steiga «μονοπάτι» (βλ. και λ. στείχω)].