στροφαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[στροφάλιγξ]]<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[συνεχώς]] ή [[στρέφω]] [[κάτι]] πολύ, το [[στριφογυρίζω]] [[ολοένα]] ή [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στροφαλίζω]] ἠλακάτην» — [[γυρίζω]] το [[αδράχτι]], [[κλώθω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=Α [[στροφάλιγξ]]<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[συνεχώς]] ή [[στρέφω]] [[κάτι]] πολύ, το [[στριφογυρίζω]] [[ολοένα]] ή [[γρήγορα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στροφαλίζω]] ἠλακάτην» — [[γυρίζω]] το [[αδράχτι]], [[κλώθω]] (<b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''στροφᾰλίζω:''' θαμιστικό του [[στρέφω]], ἠλακάτα [[στροφαλίζω]], [[στρέφω]] την άτρακτο, δηλ. τη [[ρόκα]], [[γνέθω]], [[κλώθω]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφαλίζω Medium diacritics: στροφαλίζω Low diacritics: στροφαλίζω Capitals: ΣΤΡΟΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: strophalízō Transliteration B: strophalizō Transliteration C: strofalizo Beta Code: strofali/zw

English (LSJ)

lengthd. form of στρέφω, ἠλάκατα σ.

   A twist the wool, i.e. spin, Od.18.315; φόβην AP6.218.8 (Alc.).

German (Pape)

[Seite 956] verlängerte Form von στρέφω, oft, viel drehen, ἠλάκατα, die Spindel drehen, spinnen, Od. 18, 315; στροφάλιξε φόβην, vom Löwen, Alcaeus 8 (VI, 218).

Greek (Liddell-Scott)

στροφᾰλίζω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ στρέφω, ἠλάκατα στρ., στρέφω τὴν ἄτρακτον, κλώθω, νήθω, Ὀδ. Σ. 315· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 218, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐστροφάλισα;
faire tourner, acc..
Étymologie: στροφάλιγξ.

Greek Monolingual

Α στροφάλιγξ
1. στρέφω κάτι συνεχώς ή στρέφω κάτι πολύ, το στριφογυρίζω ολοένα ή γρήγορα
2. φρ. «στροφαλίζω ἠλακάτην» — γυρίζω το αδράχτι, κλώθω (Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

στροφᾰλίζω: θαμιστικό του στρέφω, ἠλακάτα στροφαλίζω, στρέφω την άτρακτο, δηλ. τη ρόκα, γνέθω, κλώθω, σε Ομήρ. Οδ.