συγκαλυπτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]]. | |btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.
German (Pape)
[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.