συγκεκομμένως: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκεκομμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγκόπτω]], κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57. | |lstext='''συγκεκομμένως''': Ἐπίρρ. τοῦ [[συγκόπτω]], κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύντμηση]] ή με [[συντομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεκομμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[συγκόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύντμηση]] ή με [[συντομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεκομμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[συγκόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |mltxt=ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν<br /><b>επίρρ.</b> με [[σύντμηση]] ή με [[συντομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συγκεκομμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του [[συγκόπτω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. of συγκόπτω,
A concisely, AB751.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεκομμένως: Ἐπίρρ. τοῦ συγκόπτω, κατὰ συγκοπὴν ἢ συντόμως, Α. Β. 751. ΙΙ. ἐν λιποθυμίᾳ ἢ συγκοπῇ τῆς καρδίας, Ψελλ. ἐν Ideler. Phys. 1. 231. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ., κατὰ συγκοπήν, ἐν συγκεκομμένῳ τύπῳ, Ἐτυμολ. Γουδ. 631. 57.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συγκεκομμένα Ν
επίρρ. με σύντμηση ή με συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκομμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του συγκόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].