συγκατέχω: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκατέχω''': [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Κρατ. 404A. | |lstext='''συγκατέχω''': [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Κρατ. 404A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[κατέχω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]] [[κάτι]] και εγώ με κάποιον [[άλλο]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[κατέχω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]] [[κάτι]] και εγώ με κάποιον [[άλλο]]. | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[κατέχω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[κάτι]] συγχρόνως με κάποιον<br /><b>2.</b> [[συγκρατώ]] [[κάτι]] και εγώ με κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a. II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.