συμμολύνω: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμολύνω''': [ῡ], [[μολύνω]] [[ἐπίσης]], ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.
|lstext='''συμμολύνω''': [ῡ], [[μολύνω]] [[ἐπίσης]], ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[μολύνω]]<br />[[μολύνω]] από κοινού ή [[μολύνω]] [[επίσης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μολύνω]]<br />[[μολύνω]] από κοινού ή [[μολύνω]] [[επίσης]].
|mltxt=Α [[μολύνω]]<br />[[μολύνω]] από κοινού ή [[μολύνω]] [[επίσης]].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμολύνω Medium diacritics: συμμολύνω Low diacritics: συμμολύνω Capitals: ΣΥΜΜΟΛΥΝΩ
Transliteration A: symmolýnō Transliteration B: symmolynō Transliteration C: symmolyno Beta Code: summolu/nw

English (LSJ)

[ῡ],

   A defile or disgrace together, ἑαυτὸν καὶ τὴν αἵρεσιν Phld.Herc.1289p.60V.:—Pass., LXX Da.1.8, Iamb.Comm.Math.4.

German (Pape)

[Seite 983] mit od. zugleich beflecken, besudeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμολύνω: [ῡ], μολύνω ἐπίσης, ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.

Greek Monolingual

Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.