συνεκπέμπω: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire sortir <i>ou</i> renvoyer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπέμπω]]. | |btext=faire sortir <i>ou</i> renvoyer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐκπέμπω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]] συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα [[μετὰ]] τῶν [[φίλων]] καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγματα) [[εκβάλλω]], [[απορρίπτω]] συγχρόνως<br /><b>4.</b> <b>(ειδ.)</b> [[εκστομίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]] συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα [[μετὰ]] τῶν [[φίλων]] καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγματα) [[εκβάλλω]], [[απορρίπτω]] συγχρόνως<br /><b>4.</b> <b>(ειδ.)</b> [[εκστομίζω]]. | |mltxt=Α [[ἐκπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]] συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα [[μετὰ]] τῶν [[φίλων]] καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (σχετικά με πράγματα) [[εκβάλλω]], [[απορρίπτω]] συγχρόνως<br /><b>4.</b> <b>(ειδ.)</b> [[εκστομίζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
A send out or forth together, τοὺς ἀχρείους εἰς Πελλήνην X.HG7.2.18; τοὺς οἰκέτας Id.Oec.7.35; τῶν ἅμ' αὐτοῖς -θέντων ἐπὶ Θερμοπύλας D.S. 11.4; help to get away, Plu.Brut.45:—Pass., Id.Mar.40. 2 of things, send forth or eject together, τὸ πῶμα Pl.Ti.91a; φωνήν Anon. ap.Suid. s.v. φιμοῖ.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich aus-, fort-, wegschicken; Plat. Tim. 91 a; Xen. Hell. 7, 2, 18 Oec. 7, 35 u. Sp., wie Plut. Timol. 2 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπέμπω: ἐκπέμπω ὁμοῦ, τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· τοὺς οἰκέτας ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 35· τινὰ ἅμα τινὶ ἐπὶ Θερμοπύλας Διόδ. 11. 4· ἐκπέμπω κρυφίως, Πλουτ. Μάρ. 40. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκπέμπω ἢ ἐκρίπτω ὁμοῦ, τὸ πῶμα Πλάτ. Τίμ. 91Α· «τὸ στόμα τῇ χειρὶ φιμώσασα τοῦ ἐσφαγμένου μή τινα τῇ ψυχῇ συνεκπέμψειε φωνὴν» παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. φιμοῖ.
French (Bailly abrégé)
faire sortir ou renvoyer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπέμπω.
Greek Monolingual
Α ἐκπέμπω
1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.)
2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.)
3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω, απορρίπτω συγχρόνως
4. (ειδ.) εκστομίζω.
Greek Monolingual
Α ἐκπέμπω
1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.)
2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.)
3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω, απορρίπτω συγχρόνως
4. (ειδ.) εκστομίζω.