συνεκφωνώ: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἐκφωνῶ]]<br />[[προφέρω]] [[μαζί]], [[εκφωνώ]] ταυτοχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφωνώ]] συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῡ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ [[οἰκέτης]]», Αχιλλ.Τάτ.). | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἐκφωνῶ]]<br />[[προφέρω]] [[μαζί]], [[εκφωνώ]] ταυτοχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφωνώ]] συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῡ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ [[οἰκέτης]]», Αχιλλ.Τάτ.). | |mltxt=συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἐκφωνῶ]]<br />[[προφέρω]] [[μαζί]], [[εκφωνώ]] ταυτοχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφωνώ]] συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῡ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ [[οἰκέτης]]», Αχιλλ.Τάτ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
Greek Monolingual
συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ ἐκφωνῶ
προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως
αρχ.
αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῡ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.).
Greek Monolingual
συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ ἐκφωνῶ
προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως
αρχ.
αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῡ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.).