συνασκώ: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ασκούμαι στον μοναχικό βίο [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] ή [[εξασκώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ασκηθεί σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]] κάποιον πλήρως («[[πανταχόθεν]] ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>4.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανακατεύω]] [[μίγμα]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνασκοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ασκούμαι σε [[κάτι]] έντονα<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>συνησκημένος</i><br />επιμελημένος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συνησκημένη [[ἕξις]]» — [[συνήθεια]] που αποκτήθηκε [[μετά]] από έντονη [[άσκηση]] <b>(Φιλόδ.)</b><br />β) «συνησκημένη [[παρατήρησις]]» — έντονη [[παρατήρηση]] <b>(Φιλόδ.)</b>.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ασκούμαι στον μοναχικό βίο [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] ή [[εξασκώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ασκηθεί σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]] κάποιον πλήρως («[[πανταχόθεν]] ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>4.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανακατεύω]] [[μίγμα]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνασκοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ασκούμαι σε [[κάτι]] έντονα<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>συνησκημένος</i><br />επιμελημένος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συνησκημένη [[ἕξις]]» — [[συνήθεια]] που αποκτήθηκε [[μετά]] από έντονη [[άσκηση]] <b>(Φιλόδ.)</b><br />β) «συνησκημένη [[παρατήρησις]]» — έντονη [[παρατήρηση]] <b>(Φιλόδ.)</b>.
|mltxt=-έω, ΜΑ [[ἀσκῶ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> ασκούμαι στον μοναχικό βίο [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] ή [[εξασκώ]] κάποιον σε [[κάτι]] [[ακόμη]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ασκηθεί σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εκπαιδεύω]] κάποιον πλήρως («[[πανταχόθεν]] ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>4.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]]<br /><b>5.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανακατεύω]] [[μίγμα]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>συνασκοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />ασκούμαι σε [[κάτι]] έντονα<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>συνησκημένος</i><br />επιμελημένος<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «συνησκημένη [[ἕξις]]» — [[συνήθεια]] που αποκτήθηκε [[μετά]] από έντονη [[άσκηση]] <b>(Φιλόδ.)</b><br />β) «συνησκημένη [[παρατήρησις]]» — έντονη [[παρατήρηση]] <b>(Φιλόδ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
μσν.
εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον
αρχ.
1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη
2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι
3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)
4. συνεργώ σε κάτι
5. επεξεργάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο
6. (κατ' επέκτ.) ανακατεύω μίγμα
7. παθ. συνασκοῡμαι, -έομαι
ασκούμαι σε κάτι έντονα
8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) συνησκημένος
επιμελημένος
9. φρ. α) «συνησκημένη ἕξις» — συνήθεια που αποκτήθηκε μετά από έντονη άσκηση (Φιλόδ.)
β) «συνησκημένη παρατήρησις» — έντονη παρατήρηση (Φιλόδ.).

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ ἀσκῶ
μσν.
εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον
αρχ.
1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη
2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι
3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.)
4. συνεργώ σε κάτι
5. επεξεργάζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο
6. (κατ' επέκτ.) ανακατεύω μίγμα
7. παθ. συνασκοῡμαι, -έομαι
ασκούμαι σε κάτι έντονα
8. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) συνησκημένος
επιμελημένος
9. φρ. α) «συνησκημένη ἕξις» — συνήθεια που αποκτήθηκε μετά από έντονη άσκηση (Φιλόδ.)
β) «συνησκημένη παρατήρησις» — έντονη παρατήρηση (Φιλόδ.).