συνεξαίρω: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> élever <i>ou</i> soulever avec;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> exciter en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξαίρω]]. | |btext=<b>1</b> élever <i>ou</i> soulever avec;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> exciter en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξαίρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῑν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῑν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως. | |mltxt=ΜΑ [[ἐξαίρω]]<br />ξεσηκώνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ανυψωθεί [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανυψώνω]] ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] [[ὥστε]] πλημμυρεῑν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] [[μαζί]] («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)<br />β) [[κάνω]] κάποιον να υπερηφανεύεται<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συνεξαίρομαι</i><br />εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
English (LSJ)
A assist in raising, τὴν θάλατταν Str.3.5.7; raise together, εἰς ὄγκον τοὺς μῦς Gal.6.296:—Pass., to be raised together, τῷ διαφράγματι ib.173; to be swollen at the same time, Id.18(2).268; συνεξαρθεὶς ὑπό τινων being lifted up by the joint effort of . ., Plu.Ant. 12. 2 metaph., σ. τὴν ἠχώ help in calling forth the echo, Philostr. Im.1.18; σ. θρῆνον Hld.7.15; σ. τὴν φιλοτιμίαν Plu.2.819f; help to excite, Luc.Dom.4; συνεξαρθεὶς τοῖς λόγοις excited with the rest by... D.S.17.72. II intr., rise together, of the sea, Str.1.3.5; go out along with, τινι Id.16.2.35; of colonists, Plb.12.5.8. III remove as well, in dissection, Gal.2.699.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. αἴρω), mit, zugleich, zusammen herausheben, erheben, anregen, s. Jac. Philostr. imagg. p. 321. – Intr., mit aufbrechen u. herausgehen, συνεξᾶραι μετὰ τῆς ἀποικίας, Pol. 12, 5, 8; Luc. de domo 4; Strab. 10, 2, 19.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξαίρω: ὁμοῦ ἐξαίρω, ὑψώνω κάμνω νὰ ὑψωθῇ, συνεξαίροντα μὲν ἐκείνην (δηλ. τὴν θάλασσαν) ὥστε πλημμυρεῖν Στράβ. 173· συνεξαρθεὶς ὑπό τινων, ὑψωθεὶς ἐν τῷ ἅμα, Πλουτ. Ἀντων. 12. 2) μεταφ., συνεξαίρω τὴν ἠχώ, συνεργῶ εἰς ἐξέγερεσιν τῆς ἠχοῦς, Φιλόστρ., ἴδε Ἰακώψιον σελ. 321, πρβλ. 219· σ. τὴν φιλοτιμίαν Πλούτ. 2. 819F· τοῦ βασιλέως συνεξαρθέντος τοῖς λόγοις, ἐξαρθεὶς συγχρόνως διὰ τῶν λόγων..., Διόδ. 17. 72· πρός τι Λουκ. π. Οἴκ. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης, Στράβ. 51· ― ἐξέρχομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινὶ ὁ αὐτ. 760· ἐπὶ ἀποικιῶν, Πολύβ. 12. 5, 8 (τὸ 3. 68, 8 νῦν μετεβλήθη).
French (Bailly abrégé)
1 élever ou soulever avec;
2 fig. exciter en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαίρω.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐξαίρω
ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.)
2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.)
β) κάνω κάποιον να υπερηφανεύεται
3. παθ. συνεξαίρομαι
εξογκώνομαι, πρήζομαι συγχρόνως.