συνεπιτίθεμαι: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῑν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>). | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῑν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>). | |mltxt=ΜΑ, ενεργ. τ. [[συνεπιτίθημι]] Α [[ἐπιτίθημι]] / <i>ἐπιτίθεμαι</i>]<br />επιτίθεμαι [[μαζί]] με άλλους [[εναντίον]] κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», <b>Φώτ.</b><br />β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.<br />γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι [[μετὰ]] Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> α) [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] [[προς]] το [[συμφέρον]] μου, [[επωφελούμαι]] από [[κάτι]] («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />β) [[καταλογίζω]] κι εγώ [[κάτι]] σε κάποιον («[[δέομαι]], Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῑν ἁμαρτίαν», ΠΔ)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[επιθέτω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή επί [[πλέον]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[συνεπιτίθεμαι]] τῷ [[ἔργω]]» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην [[ίδια]] [[εργασία]] (<b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 29 September 2017
Greek Monolingual
ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῑν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).
Greek Monolingual
ΜΑ, ενεργ. τ. συνεπιτίθημι Α ἐπιτίθημι / ἐπιτίθεμαι]
επιτίθεμαι μαζί με άλλους εναντίον κάποιου (α. «τὸν δὲ λιμὸς συνεπιτιθέμενος ἀπάγῃ τῆς πατρίδος», Φώτ.
β. «συνεπέθοντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῑοι», ΚΔ.
γ. «οὐ φοβεῑ μή σοι μετὰ Φιλήβου ξυνεπιθώμεθα», Πλάτ.)
αρχ.
1. μέσ. α) μεταχειρίζομαι κάτι προς το συμφέρον μου, επωφελούμαι από κάτι («τῷ τῶν συμμάχων πρὸς αὐτοὺς μίσει συνεπιθέμενοι», Πολ.)
β) καταλογίζω κι εγώ κάτι σε κάποιον («δέομαι, Κύριε, μὴ συνεπιθῇ ἡμῑν ἁμαρτίαν», ΠΔ)
2. ενεργ. επιθέτω κάτι μαζί με άλλον ή επί πλέον
3. φρ. «συνεπιτίθεμαι τῷ ἔργω» — επιδίδομαι με ζήλο κι εγώ στην ίδια εργασία (Θουκ.).