στύγιος: Difference between revisions
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
(39) |
(nl) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α [[Στύξ]], -<i>υγός</i>]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Στύγα]], στον Κάτω Κόσμο<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]]. | |mltxt=-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α [[Στύξ]], -<i>υγός</i>]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Στύγα]], στον Κάτω Κόσμο<br /><b>2.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στύγιος -ον [στύγος] gehaat, afschuwelijk. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 958] (s. nom. pr.), übh. verabscheu't, abscheulich; λύπαι, Eur. Med. 195, ὀργαί, Hel. 1340, ἡμέρα στύγιος, Plut. de vit. aer. al. 2.
Greek Monolingual
-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α Στύξ, -υγός]
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο
2. μισητός, απεχθής.
Greek Monolingual
-ία, -ον, και θηλ. και -ος, Α Στύξ, -υγός]
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στύγα, στον Κάτω Κόσμο
2. μισητός, απεχθής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύγιος -ον [στύγος] gehaat, afschuwelijk.