συγκομιστός: Difference between revisions
(39) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκομίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — [[τροφή]] ανάμικτη<br />β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν [[μετά]] από έρανο<br />γ) «[[ἄρτος]] [[συγκομιστός]]» — [[άρτος]] [[αυτόπυρος]], [[ψωμί]] παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο [[αλεύρι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκομιστός -ή -όν [συγκομίζω] bijeengebracht, gemengd (zonder voldoende geschift en gezift te zijn); van voedsel grof; van brood gemaakt van ongezift meel. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A brought together, ἄρτος σ. bread of unbolted meal, Hp.VM14, cf. Acut.37, Diocl. ap. Hsch., Tryphoand Diph.Siph. ap. Ath.3.109c, 115d, Dsc.2.85; σ. διαιτήματα rough, coarse food, Hp.Vict.3.68, cf. 2.56.
German (Pape)
[Seite 969] zusammengetragen, -gebracht, δεῖπνον, ein Picknick, Ath., auch ἄρτος, id. III, 109 c.
Greek (Liddell-Scott)
συγκομιστός: -ή, -όν, ὁ συγκομισθείς, συναχθείς, Λατ. collatitius, συγκομιστὰ δεῖπνα, δηλ. δεῖπνα ἐκ συμβολῆς, ἤτοι δι’ ἐράνου ἐπιτελούμενα, δεῖπνον ἐξ ἐράνου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθ. ΙΙ. ἄρτος συγκομιστὸς = αὐτόπυρος. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, π. Διαίτ. Ὀξ. 389, Τρύφ. παρ’ Ἀθην. 109F, πρβλ. 115D· σ. διαιτήματα, τροφὴ ἀνάμικτος, ἴδε Foës. Oec. Hipp. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 489.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκομίζω
1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο
2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — τροφή ανάμικτη
β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο
γ) «ἄρτος συγκομιστός» — άρτος αυτόπυρος, ψωμί παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκομίζω
1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο
2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» — τροφή ανάμικτη
β) «συγκομιστὰ δείπνα» — δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο
γ) «ἄρτος συγκομιστός» — άρτος αυτόπυρος, ψωμί παρασκευασμένο από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκομιστός -ή -όν [συγκομίζω] bijeengebracht, gemengd (zonder voldoende geschift en gezift te zijn); van voedsel grof; van brood gemaakt van ongezift meel.