συμπαρατρέχω: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(κυριολ. και μτφ.) [[τρέχω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]], [[τρέχω]] παράλληλα με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέχω]] «[[συνοδεύω]]»]. | |mltxt=Α<br />(κυριολ. και μτφ.) [[τρέχω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]], [[τρέχω]] παράλληλα με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέχω]] «[[συνοδεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπαρατρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[τρέχω]] μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A run alongside with, Plu.Cat.Ma.5, Arat.7.
German (Pape)
[Seite 985] (s. τρέχω), mit, zugleich nebenher laufen, Plut. Cat. mai. 5.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρατρέχω: παρατρέχω, δηλ. τρέχω ὁμοῦ ἐκ παραλλήλου μετά τινος, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5. κτλ.
French (Bailly abrégé)
courir ensemble à côté de.
Étymologie: σύν, παρατρέχω.
Greek Monolingual
Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].
Greek Monolingual
Α
(κυριολ. και μτφ.) τρέχω μαζί με κάποιον ή με κάτι, τρέχω παράλληλα με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέχω «συνοδεύω»].
Greek Monotonic
συμπαρατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, τρέχω μαζί με κάποιον, στο πλάι του, σε Πλούτ.