συμπληθύνω: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στην [[αύξηση]] της ποσότητας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχηματίζω]] [[επίσης]] στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ [[ἄρθρον]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπληθύνομαι</i><br />(για [[λέξη]]) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πληθύνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]])]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στην [[αύξηση]] της ποσότητας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχηματίζω]] [[επίσης]] στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ [[ἄρθρον]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπληθύνομαι</i><br />(για [[λέξη]]) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πληθύνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμπληθύνω:''' [ῡ], [[πολλαπλασιάζω]] ή [[αυξάνω]] από κοινού, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A help to increase, X.Oec.18.2. 2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S. II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:— Pass., take plural forms, ib.205.1.
German (Pape)
[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνω ἢ αὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.
French (Bailly abrégé)
compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.
Greek Monolingual
Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].
Greek Monolingual
Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].
Greek Monotonic
συμπληθύνω: [ῡ], πολλαπλασιάζω ή αυξάνω από κοινού, σε Ξεν.