συναγελαστικός: Difference between revisions
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συναγελάζομαι]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι [[ζῷον]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ζει [[μαζί]] με άλλους, [[κοινωνικός]] («φύσει συναγελαστικὸν [[ζῷον]] γέγονεν ὁ [[ἄνθρωπος]]», Νεμέσ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συναγελαστικόν</i><br />η [[συμβίωση]] σε αγέλες ή η ζωή [[μέσα]] σε [[κοινωνία]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συναγελάζομαι]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι [[ζῷον]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ζει [[μαζί]] με άλλους, [[κοινωνικός]] («φύσει συναγελαστικὸν [[ζῷον]] γέγονεν ὁ [[ἄνθρωπος]]», Νεμέσ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συναγελαστικόν</i><br />η [[συμβίωση]] σε αγέλες ή η ζωή [[μέσα]] σε [[κοινωνία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰγελαστικός:''' живущий стаями, стадный Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A gregarious, of fish, Arist.Fr.321, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.13, Porph.Abst.3.11; of men, Hierocl.p.52A.: τὸ -κόν gregariousness, Artem.2.20.
German (Pape)
[Seite 995] in Heerden zusammenlebend, von Menschen, Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 22; von Vögeln, Schol. Il. 2, 463.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγελαστικός: -ή, -όν, ὁ κατ’ ἀγέλας ζῶν, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 302, πρβλ. Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 11· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 414. 40· τὸ συναγελαστικόν, τὸ κατ’ ἀγέλας ζῆν, Ἀρτεμίδ. 2. 20.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se rassemble d’ordinaire en troupeau ou en troupe.
Étymologie: συναγελάζω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συναγελάζομαι
1. (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι ζῷον», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει μαζί με άλλους, κοινωνικός («φύσει συναγελαστικὸν ζῷον γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», Νεμέσ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναγελαστικόν
η συμβίωση σε αγέλες ή η ζωή μέσα σε κοινωνία.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συναγελάζομαι
1. (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι ζῷον», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει μαζί με άλλους, κοινωνικός («φύσει συναγελαστικὸν ζῷον γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», Νεμέσ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναγελαστικόν
η συμβίωση σε αγέλες ή η ζωή μέσα σε κοινωνία.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰγελαστικός: живущий стаями, стадный Arst.