Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνακολουθώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(39)
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Greek Monolingual

συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).

Greek Monolingual

συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῑς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).