σύμπληξις: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[πλῆξις]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[σύμπραξη]]. | |mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[πλῆξις]]<br /><b>1.</b> [[σύγκρουση]]<br /><b>2.</b> [[συμφωνία]], [[σύμπραξη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμπληξις:''' εως ἡ столкновение Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A collision, Demetr.Eloc.207; concurrence, τῶν δύο [ὀνομάτων] ib.105.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, das Zusammenschlagen, -stoßen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπληξις: ἡ σύγκρουσις, φευκτέον τὰς τῶν μακρῶν στοιχείων συμπλήξεις Δημ. Φαληρ. § 207, 299· πρβλ. συμπίλησις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: σύν, πλήσσω.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, Α πλῆξις
1. σύγκρουση
2. συμφωνία, σύμπραξη.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, Α πλῆξις
1. σύγκρουση
2. συμφωνία, σύμπραξη.
Russian (Dvoretsky)
σύμπληξις: εως ἡ столкновение Arst., Plut.