τράγινος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ον, Α<br />[[τραγήσιος]], [[τράγειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ον, Α<br />[[τραγήσιος]], [[τράγειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τράγῐνος:''' -η, -ον, όπως το [[τράγειος]], αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράγῐνος Medium diacritics: τράγινος Low diacritics: τράγινος Capitals: ΤΡΑΓΙΝΟΣ
Transliteration A: tráginos Transliteration B: traginos Transliteration C: traginos Beta Code: tra/ginos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = τράγειος, of a he-goat, κόραι AP9.558 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 1133] vom Bocke, Eryc. 7 (IX, 558).

Greek (Liddell-Scott)

τράγῐνος: -η, -ον, ὡς τὸ τράγειος, ὁ ἀνήκων εἰς τράγον, τραγίνας δ’ ὕπνος ἔμυσε κόρας Ἀνθ. Π. 9. 558, 6.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de bouc.
Étymologie: τράγος.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
τραγήσιος, τράγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

τράγῐνος: -η, -ον, όπως το τράγειος, αυτός που ανήκει σε τράγο, σε Ανθ.