ὑπαισχύνομαι: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[ντρέπομαι]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>αἰσχύνομαι</i>]. | |mltxt=Α<br />[[ντρέπομαι]] λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>αἰσχύνομαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπαισχύνομαι:''' [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, [[ντρέπομαι]] κάπως, λίγο, <i>τινάτι</i>, λέγεται για [[κάτι]] ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡν], Pass.,
A to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Pl.La.179c.
German (Pape)
[Seite 1180] pass., sich etwas schämen, Plat. Lach. 179 c, τινά, vor Einem.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαισχύνομαι: Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.
French (Bailly abrégé)
éprouver un peu de honte ou de confusion.
Étymologie: ὑπό, αἰσχύνομαι.
Greek Monolingual
Α
ντρέπομαι λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰσχύνομαι].
Greek Monotonic
ὑπαισχύνομαι: [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, ντρέπομαι κάπως, λίγο, τινάτι, λέγεται για κάτι ενώπιον, μπροστά σε κάποιον, σε Πλάτ.