φιλότεχνος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλότεχνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[τέχνη]] και, [[ιδίως]], τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την [[έκθεση]] ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται [[κάτι]] με [[επιμέλεια]] και [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράγμα]]) [[τεχνητός]] («ἐμηχανήσατό τι φιλότεχνον [[διάφραγμα]]», <b>Διόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοτέχνως]] ΝΜΑ, και <i>φιλότεχνα</i> Ν<br />με [[φιλοτεχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>τεχνος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[φιλότεχνος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[τέχνη]] και, [[ιδίως]], τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την [[έκθεση]] ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται [[κάτι]] με [[επιμέλεια]] και [[δεξιοτεχνία]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράγμα]]) [[τεχνητός]] («ἐμηχανήσατό τι φιλότεχνον [[διάφραγμα]]», <b>Διόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοτέχνως]] ΝΜΑ, και <i>φιλότεχνα</i> Ν<br />με [[φιλοτεχνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>τεχνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φῐλότεχνος:''' -ον ([[τέχνη]]), αυτός που αγαπά την [[τέχνη]], [[καλλιτέχνης]], σε Πλάτ.·<i>τὸ φιλότεχνον</i>, [[δεξιότητα]] στην [[τέχνη]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A fond of art or an art, artistic, Pl.R.476a, Plu.2.41f, Ath.15.700c, etc.: τὸ φ., = φιλοτεχνία, ingenuity, Plu.Demetr. 20, etc. Adv. -ως D.S.2.8, D.H. Comp.18, J.AJ12.2.10, Plu.2.104b, Antyll. ap. Orib.6.10.23. 2 of things, artificial, curious, D.S.1.33, 17.44: Sup., Papp.648.19.
German (Pape)
[Seite 1287] kunstliebend, Plat. Rep. V, 476 a; kunstreich, künstlich. – Adv. φιλοτέχνως, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλότεχνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τέχνην ἔντεχνος, Πλάτ. Πολ. 476Α, Ἀθήν. 700C, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλότεχνον = φιλοτεχνία, δεξιότης περὶ τὴν τέχνην, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 29, κλπ. ― Ἐπίρρ. -ως, Κτησ. παρὰ Διοδ. 2. 8, κλπ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τεχνικός, ἐντέχνως κατεσκευασμένος, περίεργος, Διόδ. 1. 33., 17. 44.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime ou cultive les arts, industrieux ; τὸ φιλότεχνον le goût ou l’habileté.
Étymologie: φίλος, τέχνη.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλότεχνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.)
2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και δεξιοτεχνία
αρχ.
(για πράγμα) τεχνητός («ἐμηχανήσατό τι φιλότεχνον διάφραγμα», Διόδ.).
επίρρ...
φιλοτέχνως ΝΜΑ, και φιλότεχνα Ν
με φιλοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό-τεχνος].
Greek Monotonic
φῐλότεχνος: -ον (τέχνη), αυτός που αγαπά την τέχνη, καλλιτέχνης, σε Πλάτ.·τὸ φιλότεχνον, δεξιότητα στην τέχνη, σε Πλούτ.