ὑπολογισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(44)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑπολογισμός]], ΝΑ [[ὑπολογίζομαι]]<br /><b>μτφ.</b> το να λαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[σοβαρά]] υπ' όψιν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογαριασμός]] («[[υπολογισμός]] τών εσόδων»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[πράξη]] που εκτελείται με σκοπό την [[εύρεση]] αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> υστερόβουλη [[σκέψη]] («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του [[είναι]] ο [[στυγνός]] [[υπολογισμός]]»).
|mltxt=ο / [[ὑπολογισμός]], ΝΑ [[ὑπολογίζομαι]]<br /><b>μτφ.</b> το να λαμβάνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[σοβαρά]] υπ' όψιν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λογαριασμός]] («[[υπολογισμός]] τών εσόδων»)<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> [[πράξη]] που εκτελείται με σκοπό την [[εύρεση]] αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> υστερόβουλη [[σκέψη]] («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του [[είναι]] ο [[στυγνός]] [[υπολογισμός]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολογισμός:''' ὁ расчет, соображение Plut.
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολογισμός Medium diacritics: ὑπολογισμός Low diacritics: υπολογισμός Capitals: ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hypologismós Transliteration B: hypologismos Transliteration C: ypologismos Beta Code: u(pologismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A consideration, reason, Chrysipp.Stoic.3.173 (pl.); πονηροὺς ὑ. κατὰ μικρὸν ἐλάμβανον became gradually demoralized, D.H.15.3.

German (Pape)

[Seite 1224] = Folgdm, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολογισμός: ὁ, = ὑπόλογος, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 1043D, Διον. Ἁλ. ἐν Müller Fr. Hist. 2, σ. xxxvii.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de prendre qch en considération.
Étymologie: ὑπολογίζω.

Greek Monolingual

ο / ὑπολογισμός, ΝΑ ὑπολογίζομαι
μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ' όψιν
νεοελλ.
1. λογαριασμόςυπολογισμός τών εσόδων»)
2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών
3. μτφ. υστερόβουλη σκέψη («το μόνο που καθοδηγεί τις πράξεις του είναι ο στυγνός υπολογισμός»).

Russian (Dvoretsky)

ὑπολογισμός: ὁ расчет, соображение Plut.