ὑπόδρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μτγν. επικ. τ. [[ὑποδράξ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> (για [[βλέμμα]]) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' [[ὑπόδρα]] ἰδών», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δρα</i>-<i>κ</i>- του ρ. [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>δρακ</i>-<i>ον</i>, <i>δράκ</i>-<i>ων</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δέρκομαι]]). Παρλλ. απαντά και τ. [[ὑποδράξ]] με κατάλ. -<i>ς</i>, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης].
|mltxt=και μτγν. επικ. τ. [[ὑποδράξ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> (για [[βλέμμα]]) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' [[ὑπόδρα]] ἰδών», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την [[πρόθεση]] <i>ὑπό</i> και τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>δρα</i>-<i>κ</i>- του ρ. [[δέρκομαι]] «[[βλέπω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ἔ</i>-<i>δρακ</i>-<i>ον</i>, <i>δράκ</i>-<i>ων</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δέρκομαι]]). Παρλλ. απαντά και τ. [[ὑποδράξ]] με κατάλ. -<i>ς</i>, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόδρᾰ:''' ([[ὑπό]]), επίρρ. που απαντά μόνο στη [[φράση]] [[ὑπόδρα]] [[ἰδών]], κοιτάζοντας [[κάτω]] από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, [[πλαγίως]], αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδρᾰ Medium diacritics: ὑπόδρα Low diacritics: υπόδρα Capitals: ΥΠΟΔΡΑ
Transliteration A: hypódra Transliteration B: hypodra Transliteration C: ypodra Beta Code: u(po/dra

English (LSJ)

Ep. Adv., used only in the phrase ὑ. ἰδών looking

   A from under the brows, looking askance, grimly, Il.1.148, al.; cf. ὑποδράξ. (Prob. from ὑπό, δρακ, cf. δέρκομαι.)

German (Pape)

[Seite 1216] adv., oft bei Hom., stets in der Vrbdg ὑπόδρα ἰδών, von unten auf od. von der Seite blickend, d. i. finster, wild, zornig blickend od. scheel sehend. (Vgl. ὑποδέρκομαι.)

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδρᾰ: Ἐπικ. ἐπίρρ. ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ φράσει ὑπόδρα ἰδών, «δεινὸν ὑποβλεψάμενος» (Σχόλ.), «ἀγριοκυττάξας αὐτόν», Ἰλ. Α. 148, κ. ἀλλ· πρβλ. ὑποδράξ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς προθ. ὑπό, καὶ √ ΔΡΑ βραχυτέρου τύπου τῆς √ ΔΕΡΚ ἢ ΔΡΑΚ, ἴδε δέρκομαι).

French (Bailly abrégé)

adv.
dans la locut. ὑπόδρα ἰδών IL regardant en dessous ou de côté, d’un regard irrité ou jaloux.
Étymologie: ὑποδράω.

English (Autenrieth)

look sternly, darkly, grimly.

Greek Monolingual

και μτγν. επικ. τ. ὑποδράξ Α
επίρρ. (για βλέμμα) με τρόπο λοξό, βλοσυρό ή απειλητικό («τόνδ' ὑπόδρα ἰδών», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπό και τη συνεσταλμένη βαθμίδα δρα-κ- του ρ. δέρκομαι «βλέπω» (πρβλ. -δρακ-ον, δράκ-ων, βλ. λ. δέρκομαι). Παρλλ. απαντά και τ. ὑποδράξ με κατάλ. -ς, πιθ. επιρρμ. ή κατάλ. κάποιας παλιάς ονομαστικής πτώσης].

Greek Monotonic

ὑπόδρᾰ: (ὑπό), επίρρ. που απαντά μόνο στη φράση ὑπόδρα ἰδών, κοιτάζοντας κάτω από τα φρύδια, κοιτάζοντας λοξά, στραβά, πλαγίως, αυστηρά, βλοσυρά, σε Ομήρ. Ιλ.