τολμητός: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, θηλ. και [[τολμητός]], Α [[τολμῶ]]<br />[[τολμηρός]]. | |mltxt=-ή, -όν, θηλ. και [[τολμητός]], Α [[τολμῶ]]<br />[[τολμηρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τολμητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[τολμάω]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να τον τολμήσει· <i>ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά</i>, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· <i>ἐλπὶς τολμητή</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E.Hel. 816:—
A ventured, to be ventured, πὰν τόλμᾱτον Sapph.2.17; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα . . τολμητά within the compass of his daring, S.Ph.634, cf. Cratin.324b; ἐλπὶς τ. E. l. c.
German (Pape)
[Seite 1126] adj. verb. von τολμάω, gewagt, erfrecht, zu wagen; Sappho; ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ τολμητά, Soph. Phil. 630; Eur. Hel. 822.
Greek (Liddell-Scott)
τολμητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, ὃν δύναταί τις νὰ τολμήσῃ, πᾶν τολμᾱτὸν Σαπφὼ 2. 17 (ἀμφίβ.)· ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα τολμητὰ Σοφ. Φιλ. 634· οὕτως, ἐλπὶς τ. Εὐρ. Ἑλ. 816.
French (Bailly abrégé)
ή ou poét. ός, όν :
qu’on peut ou qu’il faut oser.
Étymologie: adj. verb. de τολμάω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, θηλ. και τολμητός, Α τολμῶ
τολμηρός.
Greek Monotonic
τολμητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τολμάω, αυτός που μπορεί κάποιος να τον τολμήσει· ἔστ'ἐκείνῳ πάντα τολμητά, όλα τα πράγματα είναι μέσα στα όρια της τόλμης του, σε Σοφ.· ἐλπὶς τολμητή, σε Ευρ.