ὑποτρώγω: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[τρώγω]]<br /><b>1.</b> [[τρώω]] λίγο λίγο πίνοντας [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[ποτό]] («πίνοντα γλυκὺν [[οἶνον]], ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] [[πριν]] από το κύριο [[γεύμα]] («[[κρόμμυον]] ὑποτρώγειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]] [[αποκάτω]], [[προκαλώ]] [[διάβρωση]] («τοῑχον ὑποτρώγων [[ἡσύχιος]] [[ποταμός]]», <b>Καλλ.</b>). | |mltxt=Α [[τρώγω]]<br /><b>1.</b> [[τρώω]] λίγο λίγο πίνοντας [[κρασί]] ή [[άλλο]] [[ποτό]] («πίνοντα γλυκὺν [[οἶνον]], ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[τρώω]] [[πριν]] από το κύριο [[γεύμα]] («[[κρόμμυον]] ὑποτρώγειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθείρω]] [[αποκάτω]], [[προκαλώ]] [[διάβρωση]] («τοῑχον ὑποτρώγων [[ἡσύχιος]] [[ποταμός]]», <b>Καλλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποτρώγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-έτρᾰγον</i>· [[τρώω]] προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A eat with other things, Xenoph.22.3. II eat by way of preparation, X.Smp.4.9. III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.
French (Bailly abrégé)
1 manger en outre;
2 manger pour s’ouvrir l’appétit;
3 fig. ronger en dessous en parl. d’un fleuve.
Étymologie: ὑπό, τρώγω.
Greek Monolingual
Α τρώγω
1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)
2. τρώω πριν από το κύριο γεύμα («κρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)
3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).
Greek Monotonic
ὑποτρώγω: μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτρᾰγον· τρώω προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.