τρισόλβιος: Difference between revisions
From LSJ
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[τρισόλβιος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πανευτυχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄλβιος]] «[[ευτυχισμένος]]»]. | |mltxt=-α, -ο / [[τρισόλβιος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[πανευτυχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄλβιος]] «[[ευτυχισμένος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐσόλβιος:''' -ον, [[τρεις]] φορές [[ευδαίμων]], εξαιρετικά [[ευτυχής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thrice happy or fortunate, S.Fr.837, Ar.Ec.1129, Philem.93.1, Luc. Nigr.1; divisim, τρὶς δ' ὄλβια κύματα AP12.52 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐσόλβιος: -ον, τρὶς ὄλβιος, εὐδαίμων, τρισμάκαρ, Σοφ. Ἀποσπ. 719, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1129, κλπ.· διῃρημένως, τρὶς δ’ ὄλβια κύματα Ἀνθ. Π. 12. 52.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois heureux, bienheureux.
Étymologie: τρίς, ὄλβιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / τρισόλβιος, -ον, ΝΜΑ
πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + ὄλβιος «ευτυχισμένος»].
Greek Monotonic
τρῐσόλβιος: -ον, τρεις φορές ευδαίμων, εξαιρετικά ευτυχής, σε Ανθ.