χαλκοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἁμαξο</i>-<i>πληθής</i>, <i>θυμο</i>-<i>πληθής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]] <span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἁμαξο</i>-<i>πληθής</i>, <i>θυμο</i>-<i>πληθής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοπληθής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, αυτός που είναι [[ολόκληρος]] εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπληθής Medium diacritics: χαλκοπληθής Low diacritics: χαλκοπληθής Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: chalkoplēthḗs Transliteration B: chalkoplēthēs Transliteration C: chalkoplithis Beta Code: xalkoplhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A multitudinous and bronze-clad, στρατός E.Supp.1220.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Erz gefüllt, beladen, mit Erz vollständig gerüstet, Eur. Suppl. 1219 στρατός.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπληθής: -ές, γεν. έος, πλήρης χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein d’airain, càd recouvert d’une armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, πλῆθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο-πληθής, θυμο-πληθής].

Greek Monotonic

χαλκοπληθής: -ές, γεν. -έος, αυτός που είναι ολόκληρος εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.