ὑφάντης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(44) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. [[υφάντρια]] και [[υφάντρα]], ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υφαντής]]. | |mltxt=ὁ, θηλ. [[υφάντρια]] και [[υφάντρα]], ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[υφαντής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[ὑφάντρια]] και [[υφάντρα]] / [[ὑφάντης]], θηλ. [[ὑφάντρια]] και ὑφάντρα, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[φάντρα]] Ν [[υφαίνω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στην [[υφαντική]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ.</b>) <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών της Αφρικής<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) <b>μτφ.</b> η [[αράχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A weaver, Pl.Phd.87b, R. 369d, Arist.Pol.1291a13, LXX Ex.26.1, PCair.Zen.80.10 (iii B. C.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφάντης: -ου, ὁ, ὁ ὑφαίνων, Πλάτ. Φαίδρ. 87Β, Πολ. 369D, κ. ἀλλ.· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ τῆς ἀράχνης, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. υφάντρια και υφάντρα, ΜΑ
βλ. υφαντής.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ὑφάντρια και υφάντρα / ὑφάντης, θηλ. ὑφάντρια και ὑφάντρα, ΝΜΑ, και τ. θηλ. φάντρα Ν υφαίνω
τεχνίτης ειδικός στην υφαντική
νεοελλ.
(το αρσ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών της Αφρικής
μσν.
(στο Βυζάντιο) μτφ. η αράχνη.