σφακελισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(40)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφακελίζω]]<br />[[σήψη]] τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την [[εξασθένηση]] και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με ίππους) [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγραινα]], [[νέκρωση]]<br /><b>2.</b> [[αναισθησία]] [[μερών]] του σώματος από [[ψύξη]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[λύπη]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σφακελίζω]]<br />[[σήψη]] τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την [[εξασθένηση]] και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με ίππους) [[επιληψία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γάγγραινα]], [[νέκρωση]]<br /><b>2.</b> [[αναισθησία]] [[μερών]] του σώματος από [[ψύξη]]<br /><b>3.</b> [[μεγάλη]] [[λύπη]].
}}
{{elnl
|elnltext=σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] gangreen, afsterving:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33.
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκελισμός Medium diacritics: σφακελισμός Low diacritics: σφακελισμός Capitals: ΣΦΑΚΕΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: sphakelismós Transliteration B: sphakelismos Transliteration C: sfakelismos Beta Code: sfakelismo/s

English (LSJ)

ὁ, = sq.,

   A ὀστέων Hp.Art. 33 (pl.); τοῦ ἐγκεφάλου Id.Morb.2.5, cf. Arist.PA672a33; of plants, rot, Thphr.HP4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.Pr.860a19, cf. Erot.Fr.18.    2 = λύπη σφοδρά, Stoic.3.100.    3 epilepsy in horses, Hippiatr.108.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰκελισμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ σφάκελοςἄμετρος ὀδύνη· καὶ ἡ μετὰ σπασμοῦ καὶ ὀδύνης πρόεσις· καὶ ἡ τῶν ὀστέων σῆψις», ἴδε καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σφακελίζω
σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων
μσν.
(σχετικά με ίππους) επιληψία
αρχ.
1. γάγγραινα, νέκρωση
2. αναισθησία μερών του σώματος από ψύξη
3. μεγάλη λύπη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] gangreen, afsterving:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33.