χειμάμυνα: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[βαρύ]] [[ένδυμα]] και [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] με το οποίο αντιμετωπίζει [[κανείς]] τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄμυνα]].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[βαρύ]] [[ένδυμα]] και [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] με το οποίο αντιμετωπίζει [[κανείς]] τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] (<b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἄμυνα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειμάμῡνα:''' ἡ защита от холода, т. е. зимний плащ Aesch., Soph.
}}
}}

Revision as of 11:30, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμάμῡνα Medium diacritics: χειμάμυνα Low diacritics: χειμάμυνα Capitals: ΧΕΙΜΑΜΥΝΑ
Transliteration A: cheimámyna Transliteration B: cheimamyna Transliteration C: cheimamyna Beta Code: xeima/muna

English (LSJ)

[ᾰμ], ἡ,

   A defence against winter, thick winter cloak, A.Fr.449, S.Fr.1112, Ael.Dion.Fr.445.

German (Pape)

[Seite 1342] ἡ, Abwehr u. Schutz gegen Winter, Sturm u. Regen, ein dicker Winterrock; Aesch. frg. 390; Soph. frg. 958.

Greek (Liddell-Scott)

χειμάμῡνα: ἡ, ἄμυνα κατὰ τοῦ χειμῶνος, χειμερινὸν ἱμάτιον, «καὶ χλαῖναν δὲ παχεῖαν, ἣν χειμάμυναν μὲν Αἰσχύλος, Ὅμηρος δὲ ἀλεξάνεμον κέκληκεν» Πολυδ. Ζ΄, 61· ἐκ τοῦ Σοφ. ἐν τοῖς Bachm. Ἀνεκδ. 1. 415.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βαρύ ένδυμα και κάθε άλλο μέσο με το οποίο αντιμετωπίζει κανείς τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἄμυνα.

Russian (Dvoretsky)

χειμάμῡνα: ἡ защита от холода, т. е. зимний плащ Aesch., Soph.