Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πέμπω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] κάποιον [[κάπου]] [[χωρίς]] να γίνει [[αντιληπτός]]<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] κάποιον με δόλιο σκοπό και, [[κυρίως]], για να κατασκοπεύσει<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] κάποιον ως [[ψευδομάρτυρα]] σε [[δίκη]].
|mltxt=Α [[πέμπω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] από [[πάνω]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] κάποιον [[κάπου]] [[χωρίς]] να γίνει [[αντιληπτός]]<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] κάποιον με δόλιο σκοπό και, [[κυρίως]], για να κατασκοπεύσει<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] κάποιον ως [[ψευδομάρτυρα]] σε [[δίκη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στέλνω]] από [[κάτω]] — Παθ., αποστέλλομαι [[κάτω]] από, <i>σκότον</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποστέλλω]] [[κρυφά]], [[στέλνω]] κάποιον ως κατάσκοπο, [[παρουσιάζω]] [[ψευδομάρτυρα]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπέμπω Medium diacritics: ὑποπέμπω Low diacritics: υποπέμπω Capitals: ΥΠΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: hypopémpō Transliteration B: hypopempō Transliteration C: ypopempo Beta Code: u(pope/mpw

English (LSJ)

   A send under, to, or into, c. acc., γᾶς ὑποπεμπομένα σκότον E.Hec.209 (lyr.).    II send secretly, Th.4.46, X.Cyr.2.4.21, Arist. Oec.1352a3:—Pass., Lys.1.15.    2 send as a spy, send in a false character, X.An.2.4.22, cf. Th. l.c., and v. foreg.

German (Pape)

[Seite 1228] darunter-, dahin-, dahineinschicken, γᾶς ὑποπεμπομέναν σκότον Eur. Hec. 208; – heimlich, bes. als Kundschafter schicken, Thuc. 4, 46 Xen. Cyr. 2, 4,21 u. öfter; An. 3, 4,22, übh. anstiften, anstellen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπέμπω: μέλλ. -ψω, πέμπω κάτω εἴς τι, μετ’ αἰτ., γῆς ὑποπεμπομένα σκότον Εὐρ. Ἑκάβ. 208. ΙΙ. πέμπω, κρυφίως, Θουκ. 4. 46, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 91· Παθ., Λυσίας 93. 8· - πέμπω τινά που μὲ δόλιον σκοπὸν πρὸς ἐξαπάτησιν ἢ κατασκόπησιν, Λατ. submittere, subornare, Ξεν. Ἀν. 2. 4. 22, πρβλ. Θουκ., ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ ἴδε τὸ προηγ.· ὑπ. τινά, ὡς ψευδομάρτυρα, Ἀριστ. Οἰκον. 2. 32.

French (Bailly abrégé)

1 envoyer sous (rég. ind. à l’acc.);
2 envoyer secrètement, aposter ; particul. envoyer comme espion, avec une fausse qualité.
Étymologie: ὑπό, πέμπω.

Greek Monolingual

Α πέμπω
1. ρίχνω κάτι από πάνω προς τα κάτω
2. στέλνω κάποιον κάπου χωρίς να γίνει αντιληπτός
3. στέλνω κάποιον με δόλιο σκοπό και, κυρίως, για να κατασκοπεύσει
4. εισάγω κάποιον ως ψευδομάρτυρα σε δίκη.

Greek Monotonic

ὑποπέμπω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω από κάτω — Παθ., αποστέλλομαι κάτω από, σκότον, σε Ευρ.
II. αποστέλλω κρυφά, στέλνω κάποιον ως κατάσκοπο, παρουσιάζω ψευδομάρτυρα, σε Θουκ., Ξεν.