συστάς: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συστάδα]].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συστάδα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συστάς:''' -[[άδος]][ᾰ], ἡ (συστῆναι), αυτή που στέκεται μαζί, δίπλα-δίπλα σε [[κάτι]] [[άλλο]], αυτή που έχει φυτευθεί δίπλα-δίπλα σε [[άλλο]] όμοιο [[φυτό]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συστάς Medium diacritics: συστάς Low diacritics: συστάς Capitals: ΣΥΣΤΑΣ
Transliteration A: systás Transliteration B: systas Transliteration C: systas Beta Code: susta/s

English (LSJ)

άδος [ᾰ], ἡ,

   A standing together, τῶν ἀμπέλων συστάδες vines planted closely (not in exact rows, στοιχάδες), Arist.Pol.1330b29; = εἰκῇ πεφυτευμένη, Hsch. s.v. ξυστάδες, cf. eund. s.v. παστάδες, Eust.1524.33; ξυστὰς ἡ ἀμπελόφυτος γῆ Poll.7.146.    2 συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων ὑδάτων, cisterns, reservoirs, Str.16.4.13,14.

German (Pape)

[Seite 1044] άδος, ἡ, dicht zusammenstehend; συστάδες ἀμπέλων, in Vierecken gepflanzte Weinstöcke, vites compluviatae, Schneider Arist. pol. 7, 11; nach Andern solche, die in sich durchkreuzenden Reihen, in quincuncem gepflanzt sind; vgl. Poll. 6, 159; – συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων, Pfützen vom zusammengelaufenen, stehenden Meer- oder Regenwasser, Strab. XVI p. 773.

Greek (Liddell-Scott)

συστάς: άδος [ᾰ], ἡ, ἡ ὁμοῦ ἱσταμένη, αἱ συστάδες τῶν ἀμπέλων, ἄμπελοι πεφυτευμέναι πλησίον ἀλλήλων (οὐχὶ εἰς σειράς, στοιχάδες), Ἀριστ. Πολιτ. 7. 11, 6. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ξυστάδες· αἱ πυκναὶ ἄμπελοι. ἄμεινον δὲ τὰς εἰκῇ καὶ μὴ κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας ἀκούειν», Πολυδ. Ζ΄, 146, Εὐστ. 1524. 33. 3) συστάδες θαλάσσης, ὀμβρίων ὑδάτων, δεξαμεναί, Στράβ. 773.

French (Bailly abrégé)

ᾶσα, άν;
part. ao.2 de συνίστημι.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. συστάδα.

Greek Monotonic

συστάς: -άδος[ᾰ], ἡ (συστῆναι), αυτή που στέκεται μαζί, δίπλα-δίπλα σε κάτι άλλο, αυτή που έχει φυτευθεί δίπλα-δίπλα σε άλλο όμοιο φυτό, σε Αριστ.