Τυχίος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(42)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>συν. ως κύριο όν.</b>) αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυχ</i>- τών [[τυγχάνω]] / [[τεύχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>συν. ως κύριο όν.</b>) αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυχ</i>- τών [[τυγχάνω]] / [[τεύχω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''Τῠχίος:''' ὁ Тихий (беотийский мастер) Hom.
}}
}}

Revision as of 15:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῠχίος Medium diacritics: Τυχίος Low diacritics: Τυχίος Capitals: ΤΥΧΙΟΣ
Transliteration A: Tychíos Transliteration B: Tychios Transliteration C: Tychios Beta Code: *tuxi/os

English (LSJ)

ὁ, masc. pr. n. Maker (from τεύχω, for he made shields), Il.7.220.

Greek (Liddell-Scott)

Τῠχίος: ὁ, ἀρσ. κύριον ὄνομα, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων τι (ἐκ τοῦ τεύχω, διότι κατασκεύαζεν ἀσπίδας, σάκος... χάλκεον ἑπταβόειον, ὃ οἱ Τυχίος κάμε τεύχων Ἰλ. Η. 220).

English (Autenrieth)

a Boeotian from Hyle, the maker (τεύχω) of Ajax's shield, Il. 7.220†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(συν. ως κύριο όν.) αυτός που κατασκευάζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- τών τυγχάνω / τεύχω + επίθημα -ιος].

Russian (Dvoretsky)

Τῠχίος: ὁ Тихий (беотийский мастер) Hom.