τρομάρα: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[ζωηρός]] και [[αιφνίδιος]] [[φόβος]], [[τρόμος]] («ανήσυχου ονείρου [[τρομάρα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρομάρα]] σου!»<br />(ειρωνικά) [[δυστυχία]] σου!<br />β) «[[τρομάρα]] στα μπατζάκια σου!» — σκωπτική [[φράση]] για δειλό και φοβισμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ποδ</i>-<i>άρα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[ζωηρός]] και [[αιφνίδιος]] [[φόβος]], [[τρόμος]] («ανήσυχου ονείρου [[τρομάρα]]», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τρομάρα]] σου!»<br />(ειρωνικά) [[δυστυχία]] σου!<br />β) «[[τρομάρα]] στα μπατζάκια σου!» — σκωπτική [[φράση]] για δειλό και φοβισμένο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόμος]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρα</i> ([[πρβλ]]. [[ποδάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 11 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωηρός και αιφνίδιος φόβος, τρόμος («ανήσυχου ονείρου τρομάρα», Σολωμ.)
2. φρ. α) «τρομάρα σου!»
(ειρωνικά) δυστυχία σου!
β) «τρομάρα στα μπατζάκια σου!» — σκωπτική φράση για δειλό και φοβισμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. ποδάρα)].