υγρότητα: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(42) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑγρότης]], -ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, -ατος, ἁ, Α [[ὑγρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του υγρού, η υγρή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]]<br />β) [[χαλαρότητα]], [[αδυναμία]] ( | |mltxt=η / [[ὑγρότης]], -ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, -ατος, ἁ, Α [[ὑγρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του υγρού, η υγρή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]]<br />β) [[χαλαρότητα]], [[αδυναμία]] («τοῦ ξίφους... δι' ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) i) ήρεμη ψυχική [[διάθεση]], [[προσήνεια]]<br />ii) [[αδυναμία]] χαρακτήρα, [[υποχωρητικότητα]]<br />δ) (για τη [[φλόγα]] της φωτιάς) [[τρομώδης]] [[κίνηση]], [[τρεμούλιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑγρότης]] βίου» — [[τρυφηλός]], [[ηδυπαθής]] [[βίος]] <b>(Κρωβ.)</b>. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 13 June 2022
Greek Monolingual
η / ὑγρότης, -ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, -ατος, ἁ, Α ὑγρός
η ιδιότητα του υγρού, η υγρή κατάσταση
αρχ.
1. μτφ. α) ευκαμψία, ευλυγισία
β) χαλαρότητα, αδυναμία («τοῦ ξίφους... δι' ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», Πλούτ.)
γ) (για πρόσ.) i) ήρεμη ψυχική διάθεση, προσήνεια
ii) αδυναμία χαρακτήρα, υποχωρητικότητα
δ) (για τη φλόγα της φωτιάς) τρομώδης κίνηση, τρεμούλιασμα
2. φρ. «ὑγρότης βίου» — τρυφηλός, ηδυπαθής βίος (Κρωβ.).