φοράδην: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και δωρ. τ. [[φοράδαν]] Α<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] για ασθενείς) με [[μεταφορά]] [[πάνω]] σε [[φορείο]], σηκωτά<br /><b>αρχ.</b><br />με ορμητικό τρόπο, ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-[[άδην]])]. | |mltxt=ΜΑ, και δωρ. τ. [[φοράδαν]] Α<br /><b>επίρρ.</b> ([[κυρίως]] για ασθενείς) με [[μεταφορά]] [[πάνω]] σε [[φορείο]], σηκωτά<br /><b>αρχ.</b><br />με ορμητικό τρόπο, ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[φέρω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[άδην]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-[[άδην]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φοράδην:''' [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> με [[φόρα]], σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε [[φορείο]] ή όπως [[ένας]] [[άρρωστος]] [[άνθρωπος]], σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με βιαστική [[κίνηση]], βίαια, ορμητικά, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. φορ-άδαν, Adv.
A borne along, borne or carried in a litter or the like, as a sick person, E.Andr.1166 (anap.), Rh.888 (anap.), IG42(1).122.27 (Epid., iv B. C.); φ. ἦλθον οἴκαδε D.54.20; φ. ἀνακομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, D.C.56.45, Luc.DMort.14.5; ἐν κλινιδίῳ φ. κομισθείς Plu.Cor.24. 2 with rushing motion, violently, S. OT1310 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1299] adv., 1) getragen, auf einer Babre, τὸν νεόδμητον ἐν χεροῖν φοράδην πέμπει Eur. Rhes. 888; auf einem Sessel liegend, sitzend, von Kranken, ὑγιὴς ἐξελθὼν φοράδην ἦλθον οἴκαδε Dem. 54, 20; Plut. Popl. 16 u. a. Sp., wie Ach. Tat. 1, 13. – 2) dahingetragen, fortgerissen, in reißend schneller Bewegung, Soph. O. R. 1311 πᾷ μοι φθογγὰ φοράδην; Eur. φοράδην δῶμα πελάζει Andr. 1167.
Greek (Liddell-Scott)
φοράδην: [ᾰ], Ἐπίρρ., «σηκωτὰ» ἐντὸς φορείου καὶ τῶν τοιούτων, ἐπὶ νοσούντων, Εὐρ. Ἀνδρ. 1166, Ρῆσ. 888· φ. ἧκον οἴκαδε Δημ. 1263. 11· φ. ἀνοκομίζεσθαι, ἐκκομίζεσθαι, ὀχεῖσθαι Δίων Κάσσ. 56. 45, Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 14. 5, Πλούτ., κλπ.· φ. ἐν κλινιδίῳ ὁ αὐτ. ἐν Κορ. 24· «φοράδην κομίζεσθαι» Πολυδ. Ϛϳ, 175. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φοράδην… ὁ φερόμενος βασταγμῷ». 2) μετὰ ὁρμητικῆς κινήσεως, ὁρμητικῶς, Σοφ. Ο. Τύρ. 1310.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en portant ou en étant porté, càd en chaise, en litière;
2 par un transport rapide, vivement.
Étymologie: φορά, -δην.
Greek Monolingual
ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α
επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά
αρχ.
με ορμητικό τρόπο, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. τροχ-άδην)].
Greek Monotonic
φοράδην: [ᾰ], (φέρομαι), επίρρ.,
1. με φόρα, σηκωτά, φερόμενος ή μεταφερόμενος σε φορείο ή όπως ένας άρρωστος άνθρωπος, σε Ευρ., Δημ.
2. με βιαστική κίνηση, βίαια, ορμητικά, σε Σοφ.