χαλκέοπλος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκε</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>οπλος</i>, <i>ῥίψ</i>-<i>οπλος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει χάλκινα όπλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκε</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>οπλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὅπλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>εὔ</i>-<i>οπλος</i>, <i>ῥίψ</i>-<i>οπλος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκέοπλος:''' -ον ([[ὅπλον]]), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκέοπλος Medium diacritics: χαλκέοπλος Low diacritics: χαλκέοπλος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΠΛΟΣ
Transliteration A: chalkéoplos Transliteration B: chalkeoplos Transliteration C: chalkeoplos Beta Code: xalke/oplos

English (LSJ)

ον,

   A with arms or armour of brass, Δαναοί E.Hel. 693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκέοπλος: -ον, ὁ ἔχων ὅπλα ἢ ὁπλισμὸν ἐκ χαλκοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 693.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux armes d’airain, à l’armure d’airain.
Étymologie: χαλκός, ὅπλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο)- (βλ. λ. χαλκο-) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ-οπλος, ῥίψ-οπλος].

Greek Monotonic

χαλκέοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.