ταριχοπώλης: Difference between revisions
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α<br />[[έμπορος]] ή [[πωλητής]] παστών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάριχος]] «παστό [[ψάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]]. | |mltxt=ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α<br />[[έμπορος]] ή [[πωλητής]] παστών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάριχος]] «παστό [[ψάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰρῑχοπώλης:''' -ου, ὁ ([[πωλέω]]), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dealer in salt fish, Nicostr.Com.5.3, Alex.15.14, Plu.2.631d, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der eingesalzene Fische verlaust; Nicostrat. bei Ath. III, 118 e; auch 120 e für τεμαχοπώλης zu lesen bei Antiphan.; Luc. Vit. auct. 11; Plut. Symp. 2, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἢ ἐμπορευόμενος παστοὺς ἰχθῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 2, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 14, Πλούτ. 2. 631D, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de salaisons.
Étymologie: τάριχος, πωλέω.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. ταριχόπωλις, Α
έμπορος ή πωλητής παστών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + -πώλης].
Greek Monotonic
τᾰρῑχοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που εμπορεύεται παστά ψάρια, σε Πλούτ. κ.λπ.