χαμαιτύπος: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(46)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[χαμαιτύπη]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χαμαιτύπος]]<br />[[κοράκι]] που συλλαμβάνει τη [[λεία]] του στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χαμαιτύπος]]<br />η [[πόρνη]].
|mltxt=-ον, Α [[χαμαιτύπη]]<br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαμαιτύπος]]<br />[[κοράκι]] που συλλαμβάνει τη [[λεία]] του στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[χαμαιτύπος]]<br />η [[πόρνη]].
}}
}}

Revision as of 14:20, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιτύπος Medium diacritics: χαμαιτύπος Low diacritics: χαμαιτύπος Capitals: ΧΑΜΑΙΤΥΠΟΣ
Transliteration A: chamaitýpos Transliteration B: chamaitypos Transliteration C: chamaitypos Beta Code: xamai/tupos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A striking its prey near or on the ground, name of a certain hawk, opp. μετεωροθήρας, Arist.HA620a31.    II χαμαιτύπος πόρνη, = Lat. scortum, Gloss.; but αἱ χαμαιτύποι is prob. f. l. for αἱ χαμαιτύπαι (corr. Wendland) in Ph.1.345, cf. χαμαιτύπη.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτύπος: [ῡ], -ον, ὁ χαμαὶ τύπτων, ὁ τύπτων καὶ συναρπάζων τὸ θήραμα ἐπὶ τῆς γῆς καθήμενον, ὄνομα ἱέρακός τινος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μετεωροθήραν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς ἀρσ. τοῦ χαμαιτύπη, ὃ ἴδε· ἡ χαμαιτύπος = χαμαιτύπη, Φίλων 1, 345.

Greek Monolingual

-ον, Α χαμαιτύπη
1. το αρσ. ως ουσ.χαμαιτύπος
κοράκι που συλλαμβάνει τη λεία του στο έδαφος
2. το θηλ. ως ουσ. χαμαιτύπος
η πόρνη.