φραγμίτης: Difference between revisions
From LSJ
(45) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fragmitis | |Transliteration C=fragmitis | ||
|Beta Code=fragmi/ths | |Beta Code=fragmi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[growing in hedges]], θάμνος Dsc.1.91; <b class="b3">κάλαμος</b> ib.85.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:48, 1 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A growing in hedges, θάμνος Dsc.1.91; κάλαμος ib.85.
German (Pape)
[Seite 1302] ὁ, zum Zaune dienlich, gehörig, vom Zaun herkommend, an Zäunen wachsend, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φραγμίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐν τοῖς φραγμοῖς φυόμενος, ἄλιμος θάμνος ἐστὶ φραγμίτης Διοσκ. 1. 121.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
βοτ. μικρό κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραγμός + κατάλ. -ίτης. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. phragmitēs].