φασγανουργός: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που κατασκευάζει φάσγανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάσγανον]] «[[ξίφος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-όν, Α<br />αυτός που κατασκευάζει φάσγανα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάσγανον]] «[[ξίφος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φασγᾰνουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που κατασκευάζει [[ξίφη]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φασγανουργός Medium diacritics: φασγανουργός Low diacritics: φασγανουργός Capitals: ΦΑΣΓΑΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phasganourgós Transliteration B: phasganourgos Transliteration C: fasganourgos Beta Code: fasganourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A forging swords, Αἶσα A.Ch.647 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1257] Messer, Dolche, Schwerter verfertigend, Αἶσα Aesch. Ch. 637.

Greek (Liddell-Scott)

φασγᾰνουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων ξίφη, Αἶσα Αἰσχύλ. Χο. 647.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de coutelas, armurier.
Étymologie: φάσγανον, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει φάσγανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσγανον «ξίφος» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

φασγᾰνουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει ξίφη, σε Αισχύλ.