τερατολογία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[αφήγηση]] ή [[περιγραφή]] παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων, [[παραδοξολογία]] (α. «λέει [[συνεχώς]] τερατολογίες» β. «τὰς τῶν παλαιῶν σοφιστῶν [[τερατολογίας]] ἀγαπώντας φιλοσοφεῑν φασιν», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[κλάδος]] της αναπτυξιακής βιολογίας ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών αιτίων, την [[ανάπτυξη]], την [[περιγραφή]] και την [[ταξινόμηση]] τών εγγενών διαμαρτιών διάπλασης στα φυτά, στα ζώα και στον άνθρωπο [[καθώς]] και με την πειραματική [[παραγωγή]] τους<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]] σχετική με τα τέρατα<br /><b>3.</b> [[χονδροειδής]] [[ψευδολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιγραφή]] τεράτων, θεϊκών σημείων δηλωτικών του μέλλοντος («τὰ χάρεια τῶν [[κρεῶν]] σὺν τερατολογίᾳ ἄγουσα», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τερατολόγος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>teratology</i>]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br />[[αφήγηση]] ή [[περιγραφή]] παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων, [[παραδοξολογία]] (α. «λέει [[συνεχώς]] τερατολογίες» β. «τὰς τῶν παλαιῶν σοφιστῶν [[τερατολογίας]] ἀγαπώντας φιλοσοφεῑν φασιν», Ισοκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> [[κλάδος]] της αναπτυξιακής βιολογίας ο [[οποίος]] ασχολείται με τη [[μελέτη]] τών αιτίων, την [[ανάπτυξη]], την [[περιγραφή]] και την [[ταξινόμηση]] τών εγγενών διαμαρτιών διάπλασης στα φυτά, στα ζώα και στον άνθρωπο [[καθώς]] και με την πειραματική [[παραγωγή]] τους<br /><b>2.</b> [[πραγματεία]] σχετική με τα τέρατα<br /><b>3.</b> [[χονδροειδής]] [[ψευδολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περιγραφή]] τεράτων, θεϊκών σημείων δηλωτικών του μέλλοντος («τὰ χάρεια τῶν [[κρεῶν]] σὺν τερατολογίᾳ ἄγουσα», Φιλόστρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τερατολόγος]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>teratology</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τερᾰτολογία:''' ἡ, εξιστόρηση παράξενων φαινομένων, [[διήγηση]] θαυμαστών πραγμάτων, σε Ισοκρ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A telling of marvels, marvellous tales, Isoc 15.285 (pl.), Str.6.2.4, Ph.1.505, Procl.in Cra.p.55 P., Ps.-Luc.Philopatr.2.
German (Pape)
[Seite 1092] ἡ, Erzählung od. Beschreibung auffallender, wunderbarer Naturerscheinungen, bes. solcher, die man als bedeutungsvolle Vorzeichen betrachtet; τῶν παλαιῶν σοφιστῶν, Isocr. 15, 285; φιλοσόφων, Luc. philop. 2.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτολογία: ἡ, τὸ τερατολογεῖν, τὸ διηγεῖσθαι πράγματα θαυμαστά, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304, Στράβ. 271, Λουκ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
récit de choses extraordinaires, inventions mensongères, hâblerie.
Étymologie: τερατολόγος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
αφήγηση ή περιγραφή παράδοξων, αλλόκοτων πραγμάτων, παραδοξολογία (α. «λέει συνεχώς τερατολογίες» β. «τὰς τῶν παλαιῶν σοφιστῶν τερατολογίας ἀγαπώντας φιλοσοφεῑν φασιν», Ισοκρ.)
νεοελλ.
1. βιολ. κλάδος της αναπτυξιακής βιολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη τών αιτίων, την ανάπτυξη, την περιγραφή και την ταξινόμηση τών εγγενών διαμαρτιών διάπλασης στα φυτά, στα ζώα και στον άνθρωπο καθώς και με την πειραματική παραγωγή τους
2. πραγματεία σχετική με τα τέρατα
3. χονδροειδής ψευδολογία
αρχ.
περιγραφή τεράτων, θεϊκών σημείων δηλωτικών του μέλλοντος («τὰ χάρεια τῶν κρεῶν σὺν τερατολογίᾳ ἄγουσα», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. teratology].
Greek Monotonic
τερᾰτολογία: ἡ, εξιστόρηση παράξενων φαινομένων, διήγηση θαυμαστών πραγμάτων, σε Ισοκρ., Λουκ.