φλυαρώδης: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[φλύαρος]]<br />[[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], [[ανόητος]].
|mltxt=-ῶδες, Α [[φλύαρος]]<br />[[φλύαρος]], [[πολυλογάς]], [[ανόητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλῠᾱρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[φλύαρος]], [[γελοίος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλυᾱρώδης Medium diacritics: φλυαρώδης Low diacritics: φλυαρώδης Capitals: ΦΛΥΑΡΩΔΗΣ
Transliteration A: phlyarṓdēs Transliteration B: phlyarōdēs Transliteration C: flyarodis Beta Code: fluarw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A foolish, Plu.Lyc.6, Id.2.615a; ῥῆμα Porph.Chr.61.

German (Pape)

[Seite 1293] ες, possenhaft, Plut. Lyc. 6.

Greek (Liddell-Scott)

φλυᾱρώδης: -ες, (εἶδος) φλύαρος, γελοῖος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, ὁ αὐτ. 2. 615Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
frivole, vain.
Étymologie: φλύαρος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φλύαρος
φλύαρος, πολυλογάς, ανόητος.

Greek Monotonic

φλῠᾱρώδης: -ες (εἶδος), φλύαρος, γελοίος, σε Πλούτ.